«…Η Τουρκία του Ερντογάν δαπανά τεράστια ποσά για να διαβρώσει σχολεία, μέσα επικοινωνίας και μουσουλμανικές κοινότητες με αντιευρωπαϊκά συνθήματα και ισλαμικές φαντασιώσεις.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι ένας αδίστακτος ισλαμιστής, αποφασισμένος να κάνει ότι μπορεί για τον εξισλαμισμό της Ευρώπης… Επίσης, οι Ευρωπαίοι, δεν θέλουν να καταλάβουν ότι η παρουσία του στη Λιβύη και η στήριξη του καθεστώτος της Τρίπολης, ένα και μόνον στόχο έχει: τον απόλυτο έλεγχο της αφρικανικής μετανάστευσης προς την Ευρώπη. Αυτό είναι το ατομικό του υπερόπλο και κάποιοι στην Ένωση περί άλλα τυρβάζουν.
Σε τριάντα χρόνια, στην Αφρική θα συνωστίζονται πάνω από 2,3 δισεκατομμύρια άνθρωποι. Και θα είναι δύσκολο να έχουν στον ήλιο μοίρα. Αυτός ο πληθυσμός είναι το απόλυτο υπερόπλο της Τουρκίας.
Ο Ερντογάν από τώρα επενδύει στην εκμετάλλευση του, ώστε να τον χρησιμοποιεί η Τουρκία ως εκβιαστικό μέσο κατά της Ευρώπης…
Στο πλαίσιο αυτό, η συμπεριφορά του ΝΑΤΟ απέναντι στην Τουρκία είναι στην ουσία ενθαρρυντική των επιδιώξεών της και αναρωτιέται κανείς ποια είναι σήμερα η χρησιμότητα, ο λόγος ύπαρξης αυτής της οργάνωσης.
Από τη μία πλευρά η τουρκική πλευρά χρησιμοποιεί την τεχνογνωσία και την δομή της Συμμαχίας, από την άλλη όμως αγοράζει οπλικά συστήματα από τη Ρωσία. Κάτι δεν πάει καλά στην περίπτωση αυτή…».
Από τις παραπάνω δηλώσεις του Έρικ Ζεμούρ, 62 ετών Γάλλου συγγραφέα και αρθρογράφου, γεννημένου στην Αλγερία, το γενικότερο συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι ο νεοοθωμανισμός του Ταγίπ Ερντογάν, απομακρύνεται αισθητά πλέον και από την κεμαλική εξωτερική πολιτική, φαινόμενο που τόσο το ΝΑΤΟ όσο και άλλοι πολιτικοί αναλυτές, δεν δείχνουν να αναλύουν και να εκτιμούν επαρκώς.
Σε κάθε περίπτωση, όπως επισημαίνουν σε άρθρο τους στην μηνιαία επιθεώρηση Foreign Affairs (Ελληνική Έκδοση) οι κ.κ. Ι.Βιδάκης και Γ. Μπάλτος, Ευρώπη και Ελλάδα έχουν απέναντί τους «δυο Τουρκίες».
Η πρώτη, αυτή της κεμαλικής παράδοσης, είναι γνωστή και προβλέψιμη. Η δεύτερη όμως, μοιάζει με μωσαϊκό από αντιφάσεις που ζυγοσταθμίζει ισλαμισμό και σοσιαλισμό, καπιταλισμό και ευρωπαϊσμό, πατριωτισμό και παντουρκισμό, άγνωστη ακόμη και «απρόβλεπτη», όχι όσον αφορά τις ούτως ή άλλως διατυμπανιζόμενες και σταδιακά υλοποιούμενες επεκτατικές προθέσεις της, αλλά αναφορικά με τις διαστάσεις του ρίσκου που αναλαμβάνει και την ευελιξία στην διαμόρφωση και διαχείριση πρόσκαιρων συμμαχιών που μεταφορικά χαρακτηρίζονται ως «λυκοφιλίες».
Δεδομένης της σχετικότητας και των εκπλήξεων που επιφυλάσσει η ιστορία, η πρόβλεψη είναι σχεδόν αδύνατη, έχει εντούτοις εξαιρετική σημασία να γνωρίζουμε τα γεγονότα, τα αίτια και τα κίνητρα που εξέθρεψαν είτε τον κεμαλισμό είτε τον οθωμανισμό και τη νεότερη ερντογανική εκδοχή του, καθώς και τις δυνατότητες ή τις αδυναμίες τους, χάριν όχι της πρόβλεψης αλλά της πρόληψης ιστορικών καταστροφών και περαιτέρω διασάλευσης της ειρήνης και της ευημερίας στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.
Ασφαλώς δε, εξαιρετικά χρήσιμη είναι και η ανάγνωση του βιβλίου του Αχμέτ Νταβούτογλου «Το στρατηγικό βάθος» στο οποίο ο πρώην πρωθυπουργός την περίοδο Αύγουστος 2014-Μάιος 2016, εξηγεί πως η χώρα του μπορεί να παίζει «κεντρικό ρόλο» στην παγκόσμια πολιτική, χωρίς όμως να εξαρτάται άμεσα από τον ισλαμικό η τον δυτικό κόσμο.
Ο Αχμέτ Νταβούτογλου έχει μια νέο-οθωμανική άποψη για το ρόλο της Τουρκίας στα παγκόσμια πράγματα, η οποία όμως είναι περισσότερο διπλωματική και ηπια σε σχέση με την επιθετική τακτική Ερντογάν.
Παρ’ όλα αυτά, ως προς την Ελλάδα, ο πρώην πρωθυπουργός, υποστηρίζει ότι η Τουρκία είναι μια αρχιπελαγική χώρα και ότι τα νησιά του Αιγαίου και κυρίως τα Δωδεκάνησα, τα οποία θεωρεί ως φυσική προέκταση της Ανατολίας, πέρασαν από λάθος χειρισμό της τουρκικής διπλωματίας στην Ελλάδα. Κατά συνέπεια, περιορίζεται ο τουρκικός ζωτικός χώρος, διακυβεύεται η ασφάλεια της χώρας και φαλκιδεύεται η προσπάθεια της Τουρκίας για ενίσχυση της περιφερειακής της δύναμης.
Υπό αυτή τη θεώρηση, ο Αχμέτ Νταβούτογλου βλέπει πολύ αρνητικό τη σύσφιξη των σχέσεων Ελλάδας – Αιγύπτου – Ισραήλ και θεωρεί πως στην εξέλιξη αυτή απαιτείται δυναμική αντίδραση.
Όλες οι παραπάνω θεωρήσεις οδηγούν στο ασφαλές συμπέρασμα ότι η ΝΑ Μεσόγειος, α Βαλκάνια και η Μέση Ανατολή, απέχουν πολύ από το να βρίσκονται σε ζώνη ηρεμίας. Τι σημαίνει αυτό για την Ελλάδα; Είναι ένα τεράστιο θέμα, το οποίο δυστυχώς, επι πολλά χρονιά, αντί να προβάλλεται στις πραγματικές του διαστάσεις, όχι λίγες φορές γινόταν αντικείμενο ευτελούς λαϊκισμού και κωμικού υπερεθνικισμού. Σήμερα, ως φαίνεται, το κλίμα αλλάζει.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική αποκτά συνάφεια και δείχνει να έχει στόχους. Πιθανότατα δε, αυτός να είναι και ο κύριος λόγος που ο Ταγίπ Ερντογάν θέλησε διά τηλεφωνήματος να μάθει με ποιόν έχει να κάνει…
Η συνέχεια, μαζί με την πανδημία θα μας απασχολήσουν για πολύ καιρό.