Του Χρήστου Υφαντή
Τα έργα και οι ημέρες της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ξεπέρασαν, με τον χειρότερη τρόπο, το πολιτικό επίπεδο και τις τρομακτικές υστερήσεις του (Συμφωνία των Πρεσπών, πρώτο εξάμηνο του 2015, Δημοψήφισμα κ.λ.π.), που έθεσαν σε κίνδυνο ακόμη και τη συμμετοχή της χώρας στην Ευρώπη.
Το δυσώδες περιβάλλον, που προκύπτει από την παράνομη διαχείριση αστυνομίας και δικαιοσύνης από τη γυναίκα ενός υπουργού προς χάρη προσωπικών της και του συζύγου της ζητημάτων εναντίον της καθόλα νόμιμης δημοσιογραφικής δραστηριότητας ενός εκδοτικού συγκροτήματος (ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ), δεν μπορεί ούτε να περιοριστεί, ούτε να καλυφθεί.
Υπάρχει, εξελίσσεται, τώρα ξεκινάει η διερεύνηση των στοιχείων που συλλέχθηκαν νομιμότατα από την Ε.Υ.Π. της περιόδου ΣΥΡΙΖΑ και πως θα διαμορφωθεί το τελικό σκηνικό κανείς δεν γνωρίζει. Οι παθόντες (Κουρτάκης, Τζένος) δεν πρόκειται να αφήσουν κανένα από τους συνωμότες σε χλωρό κλαρί (και πολύ καλά θα κάνουν) και πλέον αυτοί ελέγχουν το παιχνίδι.
Δίπλα στην κορυφαία αυτή διαπλοκή, προέκυψε και η νέα κατάθεση Μιωνή για το ρόλο Παπαγγελόπουλου και της υπόλοιπης «παλιοπαρέας», από την οποία κάποιοι «έβγαζαν πολλά λεφτά».
Τρομάζει κάθε εχέφρονα η απίστευτη ευκολία με την οποία «το έξυπνο πουλί», ο κ. Νίκος Παππάς, συνομιλεί για εξαιρετικής ευαισθησίας ζητήματα με τον κ. Μιωνή και ο τελευταίος, σε συνθήκες «νόμιμης άμυνας» ευρισκόμενος, καταγράφει τη συνομιλία (πανεύκολη υπόθεση για το κορυφαίο σε αυτά τα ζητήματα Ισραήλ), ώστε να διαφυλάξει από ένα υπουργό την προσωπική του ελευθερία και την αντίστοιχη των δικών του.
«Ο γράψας του γράψαντος» αδέρφια σε σχέσεις ύποπτες και με αιτήματα «να μας δώσει ο Παπασταύρου για να γλιτώσει τη Μαρέβα Μητσοτάκη», που παραπέμπουν ευθέως σε αντικαθεστωτική λειτουργία μέλους της κυβέρνησης. Ότι ο ίδιος ο κ. Παππάς συναίνεσε στη δημοσιοποίηση της συνομιλίας και ότι ο κ. Μιωνή διαβεβαιώνει για την μη συμμετοχή του στη συμμορία δεν έχει ιδιαίτερη αξία.
Ο κ. Παππάς γνώριζε ότι έχει ιδρυθεί, λειτουργεί και παράγει οικονομικά αποτελέσματα μια παρέα που «πουλάει» δικαστική προστασία, στο όνομα δεκάδων κορυφαίων δικαστών.
Γνώριζε, επίσης, πως κάθε άρνηση συνεργασίας με την «παλιοπαρέα» ισοδυναμούσε με «εκτέλεση» με βάση όσα ακολουθούσαν. Από την ώρα που γνώριζε και δεν κατάγγειλε έχει τεράστιο μερίδιο ευθύνης και χρειάζεται να αντιμετωπίσει συγκεκριμένες κατηγορίες, που δεν είναι μόνο πολιτικές.
Ο κ. Μητσοτάκης θα επιθυμούσε, και το έχει δείξει, τίποτε από όλα αυτά να μην συνέβαινε και η αντιπαράθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ και το μόρφωμα της οικογένειας Τζούλη – Καμμένου να παραμείνει σε πολιτικό επίπεδο. Ο πρωθυπουργός εκτιμάει ότι η χώρα δεν αντέχει άλλες, πλην πολιτικών, αντιπαραθέσεις και θα ήταν εξαιρετικά ευτυχισμένος αν μπορούσε να «κουκουλώσει» αυτές τις δυσώδεις ιστορίες, ώστε να οδηγήσει τη χώρα και τον πολιτικό πολιτισμό της στην αντιπαράθεση πολιτικών και προγραμματικών προτάσεων.
Δυστυχώς, γνωρίζει, πλέον, ότι δεν μπορεί να επενδύσει στην προοπτική αυτή. Η ένταση των αποκαλύψεων για οργανωμένες πολιτικο – δικαστικές συμμορίες, οι μαρτυρίες για παραδικαστικά κυκλώματα είναι τέτοιας έντασης, που δεν είναι δυνατόν ούτε ένας πρωθυπουργός να τις διαχειριστεί πολιτικά και να τις εξουδετερώσει.
Ο κ. Μητσοτάκης δεν θέλει για κανένα λόγο η κυβέρνηση να παίξει σε αυτό το παραπολιτικό παιχνίδι και πολύ περισσότερο να καταναλώσει πολιτικό κεφάλαιο για υποθέσεις του κοινού ποινικού δικαίου, αλλά γνωρίζει ότι η πραγματικότητα κινείται με ρυθμούς που υπερβαίνουν πολλές φορές τις επιθυμίες.
Θα μπει, λοιπόν, στο παιχνίδι της επικοινωνίας και θα παίξει και με τηλεοπτικούς όρους. Απλώς, θα φροντίσει να μην λερωθεί από τα απόνερα και να έχει πάντα σε πρώτη χρήση τις πολιτικές και οικονομικές προτεραιότητες της περιόδου και όχι τα νευράκια της κας Τζούλη.