Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΥΦΑΝΤΗ
Ο Τσίπρας με την παρέμβαση του πήρε τον ΣΥΡΙΖΑ από το χέρι, τον μετέφερε εκτός συνταγματικού τόξου και τον εγκατέστησε στο κέντρο των δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, στον πολιτικό χώρο που μισεί θανάσιμα την αστική δημοκρατία και ασκείται καθημερινά για την ανατροπή της.
Η ανακοίνωση του κ. Τσίπρα ήταν αναμενόμενη όσο, επίσης, ήταν όλο το προηγούμενο διάστημα, μετά την εκλογική ήττα, όλες οι κινήσεις του στην πολιτική σκακιέρα. Η παρέμβαση του υπέρ του Κουφοντίνα συνιστά μια επιλογή πολιτικού πανικού, ανταποκρίνεται πλήρως στην εσωτερική κομματική κινητικότητα, υπηρετεί ένα παραδοσιακό περιορισμένο στα όρια του 3% κομματικό και πολιτικό ακροατήριο και, σε κάθε περίπτωση, είναι βούτυρο στο ψωμί του Κυριάκου Μητσοτάκη, καθώς αποθεώνει τη θεσμική στάση του πρωθυπουργού και του προσφέρει στο πιάτο όλο τον κεντρώο χώρο.
Είναι δύσκολο να κατανοηθεί, αλλά ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ χάνει, μάλλον, επεισόδια. Αδυνατεί να αντιληφθεί, να κατανοήσει και να ενεργήσει με βάση τη συγκυρία και την ισορροπία δυνάμεων που καταγράφεται, εμφανίζεται αδύναμος να διαχειριστεί τις πραγματικές προτεραιότητες και να καταναλώσει πολιτικό κεφάλαιο για τα ουσιαστικά διακυβεύματα.
Δεν είναι καθόλου περίεργο να πει κανείς ότι ζει σε μια άλλη πραγματικότητα, λειτουργεί σε ένα παράλληλο πολιτικό σύμπαν, εμφανίζεται ολοένα και περισσότερο αιχμάλωτος των πάγιων αριστερών ιδεοληψιών και το μόνο που κάνει είναι να διολισθαίνει καθημερινά στις εμμονές των ακροαριστερών ομάδων εντός και εκτός του ΣΥΡΙΖΑ, που βαυκαλίζονται ρήξεις και επαναστάσεις σε μια κοινωνία που τους αντιλαμβάνεται, πλέον, ως απλούς ταραξίες που χρειάζονται ποινική αντιμετώπιση.
Υπάρχει εξήγηση και είναι, εν πολλοίς, απλή. Ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ του 2021 είναι αναγκασμένοι να λειτουργούν και να κινούνται πολιτικά σε μια κοινωνία εντελώς διαφορετική από αυτή της περιόδου 2021/2015, να αντιπολιτεύονται μια κυβέρνηση ισχυρή και ένα πρωθυπουργό ικανό και με σαφείς μεταρρυθμιστικές προτεραιότητες και να εξαρτώνται από εξελίξεις που ξεπερνούν τα στενά όρια της «ψωροκώσταινας» και αφορούν σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Το σκηνικό που έχει στηθεί ήδη από τον Φεβρουάριο του 2020 μέχρι και σήμερα απαιτεί εντελώς άλλου είδους αντιπολίτευση, πολύ περισσότερο πραγματιστική και καθόλου εκείνη τη γνωστή ιδεοληπτική της αριστεράς του 19ου και του 20ου (ακόμη) αιώνα, που αναφέρονταν σε άλλες κοινωνίες και άλλες προτεραιότητες.
Ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ αρνούνται πεισματικά να κατανοήσουν ότι οι αριστερές προτεραιότητες της περασμένης πεντηκονταετίας δεν συγκινούν πλέον την ελληνική κοινωνία, στην ουσία τις έχει ξεπεράσει και τις αποστρέφεται. Ίσως μέχρι εκεί να φτάνει το (πολιτικό) μυαλό τους.
Δεν είναι καθόλου περίεργο οργανισμοί πολιτικοί, που γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν σε συγκεκριμένες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες και ενσωμάτωσαν στην πολιτική τους σκέψη ένα κομματικό μεσσιανισμό, να αδυνατούν, να αρνούνται ουσιαστικά να προχωρήσουν τη σκέψη τους και να συμφιλιωθούν με την εξέλιξη των κοινωνιών, που ανατρέπει τις παλιές ερμηνείες και θέτει νέα, κάθε φορά, ζητήματα.
Η προσκόλληση του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ στην ικανοποίηση των αιτημάτων ενός δολοφόνου έντεκα ανθρώπων, που είχε αυτοαναγορευτεί σε «θεό» και αποφάσιζε στο όνομα μιας παρανοϊκής ψευτοεπαναστατικής νομιμότητας ποιος μπορεί να ζήσει και ποιος πρέπει να πεθάνει από το χέρι του, είναι προϊόν αυτής της εσωτερικής αδυναμίας των αριστερών μορφωμάτων να ξεφύγουν από τις υπεραπλουστεύσεις του 19ου αιώνα και να προσέλθουν στον 21ο αιώνα και στις σύγχρονες πολιτικές και κοινωνικές προτεραιότητες.
Ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαιώνουν απλώς τον κανονικό εαυτό τους, την πολιτική και ιδεολογική φύσης τους, την a la cart ένταξη τους στην αστική δημοκρατία και στις δυνάμεις του συνταγματικού τόξου. Τώρα, στο πλάϊ του Κουφοντίνα είναι εκτός.
Το θέμα είναι ότι η κοινωνία στην οποία δραστηριοποιούνται έχει ουσιαστικά εγκαταλείψει (καιρός ήταν) τον αιώνα της αριστερής μυθολογίας, έχει διαβεί τον Ρουβίκωνα του περιβόητου αριστερού ηθικού πλεονεκτήματος, ως προϊόντος του εμφυλίου και του μετεμφυλιακού κράτους και αναζητάει ( με τη γνωστή νεοελληνική καθυστέρηση) απαντήσεις σε παγκόσμια ερωτήματα.
Στην κίνηση της αυτή «δεν βλέπει μπροστά της» κανένα Κουφοντίνα, καμία αριστερή επαναστατική διαδικασία, κανένα αριστερό πραγματισμό. Αρνείται πεισματικά και να ακούσει ό,τι εκπορεύεται από τις παλαιολιθικές πολιτικά διεργασίες της αριστερής πολιτικής σκέψης, το εισπράττει ως ανέκδοτο ή ως μια, ακόμη, παλιά, ξεχασμένη ιστοριούλα.
Κάπου εκεί σε αυτή την κοινωνική εξέλιξη ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ έχασαν το momentum, έχασαν επεισόδια, εγκατέλειψαν την κανονική πολιτική (και όλο τον κεντρώο χώρο) στα χέρια του Κυριάκου Μητσοτάκη και επέλεξαν να ασκήσουν πολιτική με ιδεοληψίες και ακροατήριο το παλιό, καλό και ασφαλές των αριστεροψεκασμένων του εξωκοινοβουλευτικού χώρου.
Η υπεράσπιση του Δημήτρη Κουφοντίνα είναι μια τέτοια πολιτική επιλογή, μια κραυγή απόγνωσης ενός κομματικού μηχανισμού που δυσκολεύεται εξαιρετικά σε κανονικές πολιτικές συνθήκες να παράγει πολιτική και να ασκήσει τον νόμιμο κοινοβουλευτικό του ρόλο. Παραμένει (και έτσι θα σβήσει) ουσιαστικά εκτός των τειχών, επειδή εκεί αισθάνεται άνετα να ξεδιπλώνει τις εμμονές του και να υπερασπίζεται τους δικούς του ήρωες, ακόμη και να έχουν βάψει τα χέρια τους με το αίμα έντεκα (αριθμητικώς και ολογράφως) ανθρώπων.