Τον Στάθη Καλύβα τον γνώρισα πολύ πρόσφατα σε ένα φιλικό σπίτι. Μόλις μας σύστησαν η πρώτη ερώτηση που μου βγήκε αυθόρμητα ήταν «πώς γίνεται να γράφεις για τόσο δυσάρεστες πολιτικοκοινωνικές καταστάσεις και να παραμένεις αισιόδοξος;» Η απάντησή του ήταν «είναι απλό, γίνεται γιατί μένω έξω».

Του Νίκου Πορτοκάλογλου

Πηγή: Athensvoice.gr

Το να μένεις έξω βέβαια, και να γράφεις για τα προβλήματα της χώρας σου, μπορεί να έχει δύο εκ διαμέτρου αντίθετα αποτελέσματα: να είσαι εντελώς εκτός πραγματικότητας ή να βλέπεις πιο καθαρά τη μεγάλη εικόνα. Μέχρι τη στιγμή που συναντηθήκαμε είχα διαβάσει, αποσπασματικά ομολογώ, το «Καταστροφές και θρίαμβοι», τα «Εμφύλια πάθη» και διάφορα άρθρα του. Στην περίπτωσή του πιστεύω, ή θέλω να πιστεύω, πως συμβαίνει το δεύτερο: Ο Στάθης Καλύβας βλέπει από απόσταση τη μεγάλη εικόνα πιο καθαρά από εμάς που βράζουμε μέσα στο καζάνι της κρίσης τα τελευταία 7 χρόνια.

Δέχθηκα λοιπόν την πρόσκλησή του να μιλήσω στην παρουσίαση του νέου του βιβλίου με χαρά και κάποια αμηχανία. Αμηχανία γιατί νιώθω άβολα στο ρόλο του ομιλητή και γενικώς σε οποιονδήποτε δημόσιο ρόλο χωρίς την κιθάρα μου. Και χαρά γιατί έχω μια ευκαιρία να τον ευχαριστήσω σαν ένας αναγνώστης που αναζητά μέσα από τις αγωνίες και τις αμφιβολίες του μια στοιχειώδη αυτογνωσία. Προσωπική και εθνική. Και τα κείμενά του με έχουν βοηθήσει σε αυτή την αναζήτηση με έναν τρόπο οδυνηρό, όπως σε βοηθά ένας καλός ψυχοθεραπευτής που δεν σε χαϊδεύει αλλά ούτε σε απελπίζει.

Ανήκω στην πρώτη γενιά της μεταπολίτευσης. Προσπάθησα μέσα από τα τραγούδια μου να διηγηθώ την ιστορία της γενιάς μου, όπως κάνει κάθε τραγουδοποιός σε κάθε χώρα και εποχή.

Και η γενιά μου ήταν η πρώτη που ανακάλυψε τη μαγική συνταγή για να έχεις και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο. Να καταναλώνεις σαν καπιταλιστής και να μιλάς σαν μαρξιστής. Να ζεις πλουσιοπάροχα με δανεικά καταγγέλλοντας το δανειστή σου.

Και τώρα τελευταία, να έχεις τα ευρώ σου στην Ευρώπη και να διαφημίζεις τη δραχμή.

Πιστεύω πως εκεί, στη διγλωσσία και τον κυνισμό της δεκαετίας του ’80, βρίσκονται οι ρίζες του δηλητηριώδους φυτού που άνθισε στις μέρες μας. Ήταν η νοοτροπία αυτής της γενιάς που εξελίχθηκε σε εθνική ιδεολογία.

Προσπάθησα να την περιγράψω με ένα στίχο: αντάρτες της πορδής με τα λεφτά του μπαμπά.

Ο Καλύβας περιγράφει την εποχή με τα δικά του λόγια στο κεφάλαιο «Αιτίες και δυναμικές της κρίσης»: «Λίγες έννοιες έχουν εξευτελιστεί όσο η “προοδευτικότητα”, που κατάντησε συνώνυμο της απόλυτης υποκρισίας. Ο αδιάλλακτος αγώνας για τη μεγέθυνση των πιο απίθανων κεκτημένων και την αναπαραγωγή της μετριότητας και της αναξιοκρατίας είχε σημαία του την πρόοδο».

Στην αρχή της κρίσης η κρυφή μου ελπίδα ήταν πως αυτή η ανώμαλη προσγείωση στην πραγματικότητα θα μας οδηγούσε διά της βίας σε μια ενηλικίωση.

Μια σκληρή ματιά στον καθρέφτη, μια μετάνοια, μια αλλαγή πλεύσης. Ένα restart.

Για να συμβούν όλα αυτά όμως υπάρχει μια απλή και δύσκολη προϋπόθεση: να ψάξεις και να παραδεχτείς τα λάθη σου.

Προσωπικά έχω περάσει δύο μεγάλες κρίσεις στη ζωή μου, μία λίγο μετά τα τριάντα και μία γύρω στα πενήντα. Και στις δύο περιπτώσεις προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου πως έφταιγαν η κοινωνία, οι δισκογραφικές εταιρείες, οι γυναίκες, οι φίλοι ή το άσχετο κοινό που δεν καταλαβαίνει τα μεγαλοφυές μου έργο, αλλά δεν τα κατάφερα. Κι έτσι αναγκάστηκα με βαριά καρδιά να ρίξω την ευθύνη σε μένα. Να ζητήσω βοήθεια και να ψάξω τα λάθη μου.

Να βρω τι πήγε στραβά και να αποφασίσω τι κρατάω από το παρελθόν και τι πετάω. Να ξαναδώ δηλαδή ποιος είμαι, πού είμαι και πού πάω. Όπως καταλαβαίνετε, μιλάω για ψυχοθεραπεία.

Αυτό ήλπιζα πως θα μας συμβεί και σε συλλογικό επίπεδο. Και πιστεύω ακράδαντα πως αν είχαμε μια γενναία πολιτική και πνευματική ηγεσία, που κρατούσε στάση αυτοκριτικής και συναίνεσης μπροστά στην καταστροφή, ο κόσμος θα ακολουθούσε.  Με βαριά καρδιά, αλλά θα ακολουθούσε.

Εδώ όμως ήρθε ο αδίστακτος, χυδαίος λαϊκισμός να μας αθωώσει.

Και να χάσουμε αυτή την πολύτιμη ευκαιρία να αλλάξουμε. Πολιτικοί όλων των κομμάτων, δημοσιογράφοι και καλλιτέχνες, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, ήρθαν να μας καθησυχάσουν πως εμείς, ο αθώος λαός, δεν φταίμε σε τίποτα. Για όλα φταίνε οι άλλοι. Και πούλησαν αγανάκτηση και καταγγελία και διχασμό με τον πιο ιδιοτελή και κυνικό τρόπο.

Και όσοι αντιστάθηκαν σ’ αυτό ήταν βέβαια προδότες, δοσίλογοι και γερμανοτσολιάδες.

Ήταν με τους άλλους. Και όπως λέει ο Αρκάς, σε αυτή τη χώρα έχει γίνει πολύ επικίνδυνο να είσαι με τους άλλους... όποιοι κι αν είναι αυτοί. Και κάπως έτσι επικράτησε η παράνοια. Και περνάμε απο τον Αρκά στον Νίτσε που είπε το εξής:

Η παράνοια σε άτομα είναι σχετικά σπάνια. Σε ομάδες, κόμματα, έθνη και εποχές είναι ο κανόνας.

Μέσα λοιπόν σε αυτό το παρανοϊκό σκηνικό, ο Καλύβας αρθρογραφεί τακτικά, αναλύει το παρελθόν και το παρόν μας και προσπαθεί να διακρίνει μια αχτίδα στο μέλλον μας. Και βέβαια, όπως και τόσοι άλλοι που αμφισβητούν τα αριστερά στερεότυπα της μεταπολίτευσης, στιγματίζεται ως ανάλγητος νεοφιλελεύθερος. Και ακριβώς επειδή είναι και ένας περιζήτητος πολιτικός επιστήμονας και καθηγητής στο εξωτερικό, δηλαδή ένας άριστος, είναι και ύποπτος.

Σε άλλες εποχές, ως καθηγητής στο Yale, θα ήταν σίγουρα πράκτορας των Αμερικανών, αλλά τη γλίτωσε, γιατί τώρα ο εχθρός είναι οι Γερμανοί. Παρ’ όλα αυτά αυτός παραμένει ένας νηφάλιος και επίμονος παρατηρητής. Μας παρατηρεί από μακριά αλλά και από μέσα. Και δεν παύει να βάζει το ίδιο υπαρξιακό ερώτημα χωρίς προκαταλήψεις και ιδεοληψίες: Πού είμαστε και που πάμε;

Εδώ έχουμε τη συλλογή αυτών των κειμένων και μια δημιουργική ταξινόμησή τους όχι χρονολογική αλλά θεματική. Ξαναδιαβάζοντας τα άρθρα όλης της επταετίας 2009-2016 έχεις την ευκαιρία ενός απολογισμού όλων αυτών που ζήσαμε και ενός αναστοχασμού. Ομολογώ πως κάποια βράδια μού έπεφτε πολύ βαρύ να ξαναδιαβάζω άρθρα του ’12, του ’14 ή του ’15 και να βιώνω ξανά το θυμό και την κατάθλιψη της κάθε περιόδου. Όμως η γραφή του Καλύβα έχει πολλές αρετές: είναι απλή, ακριβής και άμεση χωρίς καμία επίδειξη γνώσεων και επιστημοσύνης και όπως είπα στην αρχή, ενώ περιγράφει ζοφερές κατάστασεις, αντιστέκεται στην απελπισία και το μηδενισμό. Ένα σύντομο παράδειγμα απο ένα κείμενο του ’15:

«Φοβάμαι πως πλησιάζουμε επικίνδυνα στο ενδεχόμενο η εμπειρία της κρίσης να μεταλλάσσει ριζικά το χαρακτήρα μας ως έθνος. Ο κίνδυνος είναι δηλαδή να κυριαρχήσει ένας συνδυασμός δομικής απογοήτευσης και απόλυτης παραίτησης. Το παράδειγμα των μετα-κομμουνιστικών χωρών που δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από το τέλμα, μας δίνει ένα μέτρο του τι περίπου είναι αυτό στο οποίο θα μπορούσαμε να μοιάσουμε: γκρίζες, γερασμένες, παρακμιακές, ουσιαστικά νεκρές κοινωνίες, που αποπνέουν μια οσμή αποσύνθεσης.

Ελπίζω ολόψυχα τα πράγματα να μην είναι έτσι. Πως, ας πούμε, η ζωοδότρα δύναμη του ήλιου και της θάλασσας της Ελλάδας είναι τέτοια που θα μπορέσει να λειτουργήσει ως αντίβαρο στην τάση αυτή».

Είναι ένας αμετανόητος ορθολογιστής που όμως αφήνει και ένα παραθυράκι ανοιχτό στο θαύμα. Και επειδή κι εγώ σε όλη μου τη ζωή προσπαθώ να συνδυάσω τη λογική με το συναίσθημα, τον ορθολογισμό στην πολιτική με την πίστη στο θαύμα της ανάστασης στη ζωή και στην τέχνη, θα κλείσω με ένα στίχο του Χαλίλ Γκιμπράν αφιερωμένο στον Στάθη:

«Κι αν ο χειμώνας έλεγε πως στην καρδιά του κρύβει μια άνοιξη, ποιος θα τον πίστευε;»

*Το κείμενο της ομιλίας του Ν.Π. στην παρουσίαση του βιβλίου στο Public (8/2)

** Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο