Ο ενεργειακός πλούτος της Ρωσίας, είναι παράμετρος αδιαμφισβήτητη σε κάθε αξιόπιστη και νηφάλια γεωπολιτική ανάλυση. Κατά πολλούς είναι και ο βασικός συντελεστής που σε όρους οικονομικής προοπτικής και επιρροής, είναι που την καθιστά υπερδύναμη σε έναν πολυπολικό κόσμο.
Δεν αρκεί βέβαια η σπουδαία αυτή προίκα πλουτοπαραγωγικών πηγών. Σε μια τέτοια περίπτωση ένια τινά κράτη του Κόλπου θα λογίζονταν ως εγγενείς υπερδυνάμεις, χωρίς να παραγνωρίζει κανείς και τα αποθέματα του Ιράν, του Αζερμπαϊτζάν, αλλά και των χωρών που νέμονται τα κοιτάσματα της Μαύρης Θάλασσας και έχουν λόγο και πρόσβαση στην εκμετάλλευση της Αρκτικής,
Είναι η αχανής της έκταση σε συνδυασμό με την εξαιρετικά ανεπτυγμένη στρατιωτική της βιομηχανία, που ενδεχόμενα έχουν προκαλέσει στη Ρωσία αυτή τη μέθη υπερεκτίμησης των δυνατοτήτων της και των αντοχών της.
Γιατί ο πόλεμος πλέον φαίνεται ότι μεταφέρεται στη θεματική ακριβώς, που αποτελεί τη βασική πηγή προσπορισμού των εσόδων της Ρωσικής οικονομίας. Την ενέργεια δηλαδή και τις Ρωσικές εξαγωγές σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο.
Από καιρό συζητιόνταν το χρονοδιάγραμμα απεξάρτησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την εισαγωγή των Ρωσικών προϊόντων ενέργειας, που θεωρούνται εν πολλοίς και το κύριο μέσο χρηματοδότησης του πολέμου στην Ουκρανία. Στο έκτο πακέτο των κυρώσεων, αποτυπώνεται και ο ορίζοντας οριστικής διακοπής τροφοδοσίας των χωρών μελών της Ένωσης σε πετρέλαιο.
Είχαν προηγηθεί πέντε κύκλοι κυρώσεων, που δέσμευσαν τα αποθέματα ύψους 470 δισεκατομμυρίων λιρών της Ρωσίας σε τράπεζες του εξωτερικού, πίεσαν το ρούβλι σε σημείο να χάσει αρχικά το 22% της αξίας του και είχαν ως αποτέλεσμα να διαμορφωθεί ο πληθωρισμός στη Ρωσική οικονομία στο 14%.
Η απόφαση για τη διακοπή μέσα σε έξι μήνες των αγορών αργού πετρελαίου από τη Ρωσία και μέχρι το τέλος του έτους του συνόλου των συναφών με τις πετρελαϊκές δραστηριότητες και τη διύλιση προιόντων και υπηρεσιών, διαμορφώνει μια νέα κατάσταση για την Ευρωπαϊκή και τη Ρωσική οικονομία.
Το μέτρο της στόχευσης το έχει θέσει η Πρόεδρος της Κομισιόν λέγοντας ότι οι κυρώσεις δεν είναι για να προκαλέσουν πόνο και προβλήματα στους Ευρωπαίους αλλά για να αποδυναμώσουν τη Ρωσία και να καταστήσουν ασύμφορη για αυτή τη συνέχιση του πολέμου. Ως στόχος είναι λογικός. Στην πράξη ωστόσο υπάρχουν προβλήματα εφαρμογής.
Εν πρώτοις οι κυρώσεις δεν αφορούν μόνο τη διακοπή των εισαγωγών σε πετρέλαιο, αλλά απαγορεύουν και την παροχή κάθε είδους σχετικής υπηρεσίας μεταφοράς από Ευρωπαϊκές Εταιρείες και Ευρωπαίους πολίτες, όπως και κάθε άλλη υποστηρικτική δραστηριότητα. Στις δραστηριότητες αυτές εντάσσεται η ασφάλιση του φορτίου και του πλοίου, η συντήρηση και ο ανεφοδιασμός του.
Δεδομένου ότι η ημερήσια εξαγωγή ανέρχεται στα 3,6 εκατομμύρια βαρέλια από τη Ρωσία, εκ των οποίων τα 900.000 διοχετεύονται μέσω αγωγών και τα υπόλοιπα μεταφέρονται με πλοία, αντιλαμβάνεται κανείς την πίεση που ασκείται στη Ρωσική παραγωγή, αλλά και την απώλεια κύκλου εργασιών για τα πλοία, μεγάλος αριθμός των οποίων είναι Ελληνόκτητα. Η μεταφορά ποσοτήτων αναπλήρωσης από άλλες πηγές και χώρες, είναι μια πρόκληση διαρκείας.
Η πίεση μάλιστα για τη Ρωσική παραγωγή, γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, καθώς όπως λέγεται η χώρα δε διαθέτει επαρκείς αποθηκευτικούς χώρους για το αδιάθετο πετρέλαιο, ενώ η διακοπή της άντλησης, ισοδυναμεί με καταστροφή του αντίστοιχου πηγαδιού.
Το πρόβλημα επιτείνεται, καθώς και οι εταιρείες που παρέχουν τις υπηρεσίες εξόρυξης και βελτιστοποίησης των σχετικών δραστηριοτήτων και τεχνικών, όπως και ανεύρεσης νέων πηγών, διακόπτουν τη λειτουργία τους, ως αποτέλεσμα των κυρώσεων.
Οι εταιρείες αυτές προέρχονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία από τη Δύση. Είναι μια πρόσθετη πίεση στον επαναπροσανατολισμό των Ρωσικών εξαγωγών, που χρειάζονται εύλογο χρόνο προσαρμογής και έργα υποδομής, για να προσαρμοστούν στην εξεύρεση νέων αγορών.
Ο χρόνος είναι κατά τούτο η κρίσιμη παράμετρος, που διαμορφώνει το νέο τοπίο στην αγορά ενέργειας.
*Ο Πολύκαρπος Αδαμίδης είναι δικηγόρος, αν. Καθηγητής Κοινοτικού Δικαίου, Διεθνών Σχέσεων και Προμηθειών στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων