Σε άρθρο του ο κ. Βασίλης Νέδος, που δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» της Κυριακής της 10ης Μαΐου 2020, με τίτλο «Στο ραντάρ της Αθήνας η στρατιωτικοποίηση της Αγκυρας», αναφέρεται στο βιβλίο «Η έννοια της ΑΟΖ υπό μορφή ερωτήσεων και απαντήσεων» του Τούρκου υποναυάρχου Τσιχάτ Γιαϊτσί, και το οποίο εκδόθηκε από το τουρκικό ναυτικό.
Του Χρήστου Ροζάκη*
Στο έργο αυτό, σύμφωνα με τον συντάκτη του άρθρου, η τουρκική πλευρά φαίνεται να επανέρχεται στο παλαιό και ξεπερασμένο επιχείρημά της ότι η υφαλοκρηπίδα, και η ΑΟΖ, στηρίζονται σε γεωλογικά χαρακτηριστικά, προκειμένου να οριοθετηθούν.
Με άλλα λόγια, οι δύο έννοιες έχουν γεωλογικό πρόσημο, και, συνεπώς, τα ακραία ελληνικά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου επικάθονται στην υφαλοκρηπίδα και στην ΑΟΖ του ηπειρωτικού εδάφους της Μικράς Ασίας, του οποίου αποτελούν τη φυσική συνέχεια του εδάφους της ξηράς στον θαλάσσιο βυθό, κάτι που τα στερεί από την αυτόματη δυνατότητα να έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα, και ΑΟΖ.
Η φυσική σχέση εδάφους ξηράς με το υποθαλάσσιο έδαφος έπαιξε πράγματι σημαντικό ρόλο στα πρώτα στάδια της εμφάνισης του θεσμού της υφαλοκρηπίδας.
Στη Διακήρυξη Τρούμαν (1945) που θεωρήθηκε η γενέθλια πράξη της υφαλοκρηπίδας τονίζεται ότι ένα παράκτιο κράτος έχει δικαιοδοσία και έλεγχο στους πλουτοπαραγωγικούς πόρους του βυθού και του υπεδάφους του «επειδή η υφαλοκρηπίδα είναι δυνατόν να θεωρηθεί μια φυσική προέκταση της χερσαίας μάζας του παράκτιου κράτους και συνεπώς από τη φύση της ανήκουσα σε αυτό».
Το γεωλογικό κριτήριο επηρεάζει και τη Σύμβαση της Γενεύης για την Ηπειρωτική Υφαλοκρηπίδα (1958). Τέλος, στην απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου, πολλά χρόνια μετά (1969), τονίζεται ότι: «Τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους σε σχέση με την περιοχή της υφαλοκρηπίδας που συνιστά μια φυσική προέκταση του χερσαίου εδάφους μέσα και κάτω από τη θάλασσα…».
Από το σημείο αυτό αρχίζει βαθμιαία να εγκαταλείπεται το γεωλογικό κριτήριο για χάρη του κριτηρίου της απόστασης. Με άλλα λόγια, η υφαλοκρηπίδα παύει να συνδέεται με τη φυσική σχέση εδάφους ξηράς με υποθαλάσσιο έδαφος και κρίνεται με βάση την απόστασή της από την ακτή.
Η Τρίτη Συνδιάσκεψη για το Δίκαιο της Θάλασσας, που ολοκληρώθηκε το 1989, η οποία και υιοθέτησε τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, απέρριψε το γεωλογικό κριτήριο, για χάρη ενός κριτηρίου που είχε ως αποκλειστικό γνώμονα την απόσταση των 200 ναυτικών μιλίων του εξωτερικού ορίου της υφαλοκρηπίδας από την ξηρά του παράκτιου κράτους.
Για δε τα κράτη με θαλάσσια στενότητα υπαγόρευσε μια οριοθέτηση υποχρεωτικά με συμφωνία (και ποτέ μονομερώς), που, εφαρμόζοντας το Διεθνές Δίκαιο, θα καταλήγει σε ένα δίκαιο αποτέλεσμα. Το Αρθρο 83 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, που προβλέπει την ως άνω μέθοδο οριοθέτησης, έχει σήμερα αποκτήσει οικουμενικό χαρακτήρα και δεσμεύει τόσο τα κράτη-μέρη της Σύμβασης, όσο και τα τρίτα κράτη.
Στη δε διεθνή νομολογία, που ακολουθεί αυτή τη μέθοδο οριοθέτησης, πουθενά δεν λαμβάνεται υπόψη το γεωλογικό κριτήριο, ως ειδική περίσταση, για την τροποποίηση την προσωρινής μέσης γραμμής, ή την επαλήθευσή της.
Αν για την υφαλοκρηπίδα ακολουθείται πια το κριτήριο της απόστασης από την ακτή, a fortiori, αυτό ισχύει για την AOZ, η οποία αποτελεί μια πιο ειλικρινή εκδοχή της ικανοποίησης των παράκτιων κρατών για την απόκτηση δικαιωμάτων στη θάλασσα.
Πράγματι, το γεωλογικό κριτήριο, ως βάση του νόμιμου τίτλου για τα κυριαρχικά δικαιώματα της υφαλοκρηπίδας εκφράζει τους πρώιμους δισταγμούς της διεθνούς κοινότητας να επεκτείνει τη δικαιοδοσία της στις άλλοτε ελεύθερες θάλασσες, που έως τότε επικρατούσε το καθεστώς της απόλυτης ελευθερίας των θαλασσών.
Και η φυσική σχέση εδάφους ξηράς με το παρακείμενο έδαφος του βυθού αποτελούσε μια ευφυή και ευφάνταστη διέξοδο για την αιτιολόγηση αυτής της καταστρατήγησης της ελευθερίας των θαλασσών. Με την πάροδο του χρόνου αυτές οι τύψεις παραμερίστηκαν, κι επικράτησε το δέλεαρ της εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πόρων του βυθού και του υπεδάφους.
Κι αφού πλέον δεν υπήρχε αυτό το «ηθικό» εμπόδιο, η ανθρωπότητα προχώρησε στη θέσπιση του κριτηρίου της απόστασης, και αποξένωσε τη υφαλοκρηπίδα από τις ενοχές που τη βάρυναν. Μάλιστα προχώρησε και σε ένα ακόμα γενναίο βήμα: υιοθέτησε την ΑΟΖ, μια πολυλειτουργική ζώνη, μέσα στα όρια της υφαλοκρηπίδας, που προσέθετε κι άλλους πόρους της θάλασσας, στην αποκλειστική δικαιοδοσία του παράκτιου κράτους.
Η ΑΟΖ, ως μια γνήσια τεχνητή ζώνη, δεν χρειαζόταν πια γεωλογικές προφάσεις για να επιβληθεί, και γι’ αυτόν τον λόγο από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής της υιοθετήθηκε, σχετικά με την οριοθέτησή της, το κριτήριο της απόστασης.
Eάν, λοιπόν, τα τουρκικά επιχειρήματα έχουν μια ιστορική βαρύτητα, δεδομένης της προηγούμενης προσκόλλησης της διεθνούς κοινότητας στο γεωλογικό κριτήριο, στην προκειμένη περίπτωση, αυτήν της ΑΟΖ, δεν υπάρχει καμία βάση για να τη δικαιολογήσει. Η ΑΟΖ είναι μια ζώνη η οποία δημιουργήθηκε για να εξυπηρετήσει τη βουλιμία των κρατών για τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους της θάλασσας.
Υπάρχει και ένα δεύτερο επιχείρημα στο βιβλίο του υποναυάρχου που χρήζει μιας απάντησης: ο κ. Γιαϊτσί, στην προσπάθειά του να δικαιολογήσει τη νομική βάση του πρόσφατου τουρκολιβυκού μνημονίου χρησιμοποιεί μια ευφάνταστη θεωρία, αυτή των «διαγωνίων γραμμών», που επιτρέπουν, έτσι, τη χάραξη οριοθετικής γραμμής Τουρκίας-Λιβύης, παρά την ύπαρξη ελληνικών νησιών στην περιοχή.
Αλλά αν υποθέσουμε ότι οι διαγώνιες γραμμές μπορούν να αιτιολογήσουν την οριοθέτηση μεταξύ των δύο αυτών χωρών, το πρόβλημα που παραμένει ακέραιο είναι ότι τα ελληνικά νησιά της περιοχής έχουν σημαντικές ακτές, με μεγάλο μήκος, που αποτελούν γραμμές βάσης για να προσδιοριστούν η υφαλοκρηπίδα τους και η ΑΟΖ, και που οι «διαγώνιες γραμμές» δεν αρκούν για να τις εξουδετερώσουν. Το ερώτημα το οποίο παραμένει είναι πως με αυτήν τη θεωρία οι ανατολικές ακτές της Ρόδου, της Καρπάθου και της Κρήτης, και οι νότιες ακτές της Κρήτης δεν μπορούν να είναι γραμμές βάσης που αποδίδουν στα νησιά αυτά υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ.
Ίσως όχι τόσο εκτεταμένη, όπως θα ήταν στην περίπτωση ηπειρωτικών ακτών, αλλά πάντως, υπαρκτή. Πράγμα που δεν απαντάται από τον υποναύαρχο.
Νομίζω ότι τα έωλα επιχειρήματα του συγγραφέα έρχονται απλά να προστεθούν στα δεκάδες αντίστοιχα και ανάλογα που κατά καιρούς εκπορεύονται από την Άγκυρα για να δικαιολογήσει παράνομες και μονομερείς ενέργειες, που το Διεθνές Δίκαιο απαγορεύει και καταδικάζει.
*ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών