Στη Διάσκεψη Ασφάλειας του Μονάχου στις αρχές του 2019, θυμάμαι τον σημερινό πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, υπό την ιδιότητα τότε του πρώην αντιπροέδρου, να απευθύνει στους Ευρωπαϊκούς πολιτικούς ένα καθησυχαστικό μήνυμα ότι η μετά Τραμπ εποχή θα είναι αυτή της επιστροφής των ΗΠΑ στην περίφημη διατλαντική συναίνεση.
Με τις διαβεβαιώσεις που αυτές, τις οποίες ο νυν πρόεδρος επανέλαβε αρκετές φορές και στη διάρκεια της προεκλογικής του καμπάνιας, στην ουσία έβαζε κάτω από το χαλί ένα σοβαρό πρόβλημα. Αυτό του ρήγματος στη σχέση Ηνωμένων Πολιτειών και Ευρώπης, το οποίο δεν ξεκίνησε βέβαια επί Τραμπ αλλά ούτε και τελείωσε με την αποχώρηση του από την εξουσία. Στον σημερινό κόσμο, το πρόβλημα της διατλαντικής συναίνεσης είναι πολύ βαθύτερο απ’ όσο φαίνεται και μετά το δυτικό φιάσκο στο Αφγανιστάν, γίνεται ορατό και δια γυμνού οφθαλμού.
Η κυρία απειλή για την διατλαντική σχέση δεν είναι ένας εχθρικός Λευκός Οίκος ή μια αποσύνδεση συμφερόντων. Η σημερινή κρίση είναι πρωτίστως αποτέλεσμα της ασυμμετρίας ισχύος μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης. Για πολύ καιρό, και οι δυο πλευρές αποδέχονταν αυτή την ανισορροπία, ακόμα και την καλλιεργούσαν. Η Ευρώπη παρέμενε υποτακτική σε αντάλλαγμα για έναν χώρο κάτω από την αμυντική ομπρέλα των ΗΠΑ.
Παρ' όλους τους σημερινούς προβληματισμούς τους σχετικά με την «κατανομή των βαρών», οι Αμερικανοί ηγέτες είχαν προτιμήσει για πολύ καιρό την ευρωπαϊκή «τζαμπατζίδικη» συμπεριφορά από το ευρωπαϊκό χάος. Αλλά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η 11ηΣεπτεμβρίου, και η άνοδος της Κίνας τελικά μετατόπισαν τις προτεραιότητες ασφαλείας της Ουάσιγκτον αλλού, αφήνοντας την Ευρώπη μόνη και θνητή. Σήμερα, η Γηραιά Ήπειρος είναι «μια χορτοφάγος σε έναν κόσμο σαρκοβόρων», όπως το έθεσε ο Sigmar Gabriel, πρώην υπουργός Εξωτερικών και Αντικαγκελάριος της Γερμανίας το 2019. Και το κρίσιμο ερώτημα είναι με ποιόν τρόπο αντιμετωπίζεται αυτή η κατάσταση, η οποία όσο περνάει ο καιρός τόσο πιο πιεστική και επείγουσα γίνεται.
Προς το παρόν, τα ευρωπαϊκά οράματα της «στρατηγικής αυτονομίας» από τις Ηνωμένες Πολιτείες, που συχνά επικαλούνται ανώτατοι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουήλ Μακρόν, παραμένουν ακριβώς αυτό,οράματα. Μέχρι στιγμής, ένας ευρωπαϊκός στρατός υπάρχει μόνο σε white papers. Αλλά ακόμη και αυτές οι ενδεικτικές προτάσεις τροφοδοτούν σκεπτικισμό, αν όχι ευθεία αντίθεση, στην Ουάσινγκτον. Ο φόβος, φαίνεται, είναι ότι η επιθυμία της Ευρώπης να προχωρήσει με τον δικό της τρόπο σε θέματα ασφαλείας θα θέσει την ήπειρο σε άμεσο ανταγωνισμό με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ θα προτιμούσαν οι Ευρωπαίοι να δαπανούν περισσότερα για στρατιωτική ισχύ εντός των ορίων του ΝΑΤΟ, μια ιδέα που βασίζεται στην υπόθεση ότι μια πιο ικανή Ευρώπη θα ακολουθούσε και πάλι την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών. Ωστόσο, η ελπίδα ότι η Ευρώπη μπορεί να ωθηθεί να επενδύσει στην υπεράσπισή της χωρίς να αναπτύξει αυτόνομα συμφέροντα ασφαλείας είναι φαντασιώδης. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ πρέπει να κάνουν μια επιλογή.
Προτιμούν να διατηρήσουν μια αδύναμη και διαιρεμένη ευρωπαϊκή ήπειρο που ευθυγραμμίζεται με τα συμφέροντά τους και εξαρτάται από την ισχύ των ΗΠΑ: Ή είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν έναν ισχυρότερο και πιο αυτόνομο εταίρο που θα έρθει μερικές φορές ενάντια στις πολιτικές που προτιμούν (οι ΗΠΑ); Η Ευρώπη, από την πλευρά της, έχει μια παρόμοια επιλογή. Δεν μπορεί να διεκδικήσει τον μανδύα της ανεξάρτητα παγκόσμιας ηγεσίας και να συνεχίζει να βασίζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες για την ασφάλειά της, ακόμη και στην άμεση γειτονιά της.
«...Η αντιστροφή της τάσης προς την έλλειψη σημασίας και ενότητας της Ευρώπης είναι ευθύνη των Ευρωπαίων πολιτικών. Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρέπει να αντιταχθούν σε αυτές τις προσπάθειες, ακόμα και αν καταλήξουν να καταστήσουν την Ευρώπη έναν πιο δύσκολο εταίρο. Μακροπρόθεσμα, μια ισχυρή ήπειρος ικανή να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της και να πολεμήσει τις δικές της μάχες θα ωφελήσει την Ουάσινγκτον περισσότερο από μια [ήπειρο] διχασμένη και αδύναμη. Η διατλαντική συμμαχία μπορεί και πρέπει να παραμείνει το θεμέλιο του Δυτικού μοντέλου των φιλελεύθερων δημοκρατικών αξιών και αρχών. Αλλά θα πρέπει να μεταμορφωθεί για να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες οικονομικές, και πολιτικές προκλήσεις καθώς και τις προκλήσεις ασφαλείας από την Κίνα και την Ρωσία. Αντί να φθείρονται για την επιστροφή μιας διατλαντικής εταιρικής σχέσης που σίγουρα θα συνεχίσει να ξεφτίζει, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη πρέπει τώρα να επενδύσουν και να αποδεχθούν τις συνέπειες της αυτονομίας....».
Αυτό υποστηρίζουν στην επιθεώρηση «Foreign Affairs», η Αλίνα Πολυακοβα και ο Βενιαμίν Χαντάντ, ειδικοί αναλυτές των ευρωαμερικανικών σχέσεων, τονίζοντας ότι «....εάν η Ε.Ε. μπορούσε να επιλέξει την δική της πορεία, η διατλαντική σχέση θα ωριμάσει (και θα εξελιχθεί) σε μια πιο ισορροπημένη συμμαχία. Μέχρι το 2030, το ΝΑΤΟ θα μπορούσε να είναι ισχυρότερο και πιο ικανό από αυτό που είναι σήμερα. Η Ε.Ε. θα μπορούσε να αναλάβει στρατιωτική δράση για τον τερματισμό μελλοντικών πολέμων στην περιφέρειά της.Θα μπορούσε να επενδύσει στην Λευκορωσία, τη Μολδαβία, την Ουκρανία και τα Βαλκάνια, απωθώντας έτσι την κινεζική και ρωσική επιρροή εκεί....».