Χρειάστηκε να περάσουν 94 ολόκληρα χρόνια για να αποδειχθούν προφητικοί οι στίχοι του μοναδικού Κώστα Μπέζου στην ανεπανάληπτη «Υπόγα» του και να επιβεβαιωθεί το υπό του προφήτου Μαρξ λεχθέν για την ιστορία που εμφανίζεται τη δεύτερη φορά ως φάρσα.
«Ρε ν΄από πι, ρε ν΄από πίσω στη στρατώνα, βαρέσαν μα, βαρέσαν μάγκα στην υπόγα
Μπαίνει ΄νας μπα, μπαίνει ΄νας μπάτσος με το κούφιο και ρίχνει μου και ρίχνει μούσμουλα στο ρούφο
Γράφει ο Χρήστος Υφαντής
Και κατρακύ και κατρακύλισε το φέσι μας σβήνει ο μας σβήνει ο αργιλές στη μέση …» είπε και ελάλησε εν έτει 1930 ο Μπέζος, παραδίδοντας στην άυλη μουσική κληρονομιά μας ένα θείο τραγούδι (να το ακούσετε, θα το ερωτευθεί η ψυχούλα σας).
Πως να προβλέψει ο δυστυχής ότι το 2024 σε μια σύγχρονη «Υπόγα», κάπου στην Ιερά Οδό, «ο μπάτσος δεν έριχνε μούσμουλα με το κούφιο», αλλά στέκονταν κλαρίνο και ανταποκρίνονταν στο σύνθημα «Τσιριγώτη» και οδηγούσε τους εκλεκτούς του ορθόδοξου νεοσταλινισμού στα ενδότερα του πολιτικού τεκέ όχι της Μαριγώς, αλλά της Όλγας, όπου τους ανέμεναν οι ιστορικοί καθοδηγητές «για να τους βάλουν μυαλό και να τους εξηγήσουν τ΄ όνειρο» παραδομένοι στις αναθυμιάσεις όχι της παπαρούνας, αλλά της αριστερίλας.
Το «Συνέδριο της Υπόγας» έχει καταγραφεί πλέον στην κοινή συνείδηση ως η χειρότερη εκδοχή της αριστερής ορθοδοξίας, ένα ντροπιαστικό μίγμα ιδεοληπτικής πρέζας και εμμονικής εξουσιολαγνείας, το οποίο εξελίχθηκε σε ένα έδαφος σαφέστατων οικονομικών συμφερόντων που συνδέονται με την πρακτική επιβίωση μερίδας άεργων ανεπάγγελτων επαναστατών του γλυκού νερού και την καρέκλα που την διασφαλίζει.
Όσα ακούγονται έκτοτε ανά την Ελλάδα από ολόκληρες οργανώσεις και ομάδες μελών, που είχαν ασμένως ασπαστεί τις αριστερές θεούσες της κομματικής ορθοδοξίας και πάλευαν οι ταλαίπωροι να αναστήσουν ένα σεσηπός και τυμπανιαίο πτώμα, για όσα στην «Υπόγα» συνέβησαν κάνουν το Μπούλκες να χλωμιάζει και την Τασκένδη να χαμογελάει για την εφευρετικότητα των επιγόνων του «πατερούλη» και των ταγμάτων ασφαλείας τους.
Φευ!, αυτή η φαρσοκωμωδία έχει και συνέχεια, με την πλευρά των «νικητών» της «Υπόγας» να επιδίδονται ήδη στην ζωτικής σημασίας, για την ίδια την ύπαρξη τους, ίντριγκα, χωρίς την οποία είναι ( οι ίδιοι και η ζωή τους) tabula rasa, σακί κενό που το φουσκώνει ο αέρας και η αριστερή παπαρολογία.
Το νέο επίδικο είναι «οι εκλογές για τον πρόεδρο στον ΣΥΡΙΖΑ» (τον αποκαθαρμένο από τα μιάσματα του Κασσελάκη), με το παρεάκι της κυρά Όλγας να προκρίνει «με χίλια» Σωκράτη (όχι τον σούπερ σταρ, αλλά τον) Φάμελλο και τον Πολάκη να εμφανίζεται παντού ως το μεγάλο φαβορί να κόψει πρώτος το νήμα και να τα κάνει όλα μπ@@ρδέλο στην Κουμουνδούρου!
Η ομάδα Γεροβασίλη, Παππά, Σπίρτζη, Ζαχαριάδη, με ολίγη από Θεοχαρόπουλο και Μαντζουράνη ( ο κυρ Γιάννης ο Ραγκούσης αναζητείται εσχάτως, ίσως επιβλέπει τις επισκευές στη βίλα της Πάρου) δεν διανοείται πως το τιμόνι στην Κουμουνδούρου θα το ελέγχει ο μπρουτάλ Κρητίκαρος με τα διπλά δημαρχιακά βιβλία, η προοπτική αυτή τους αποτρελαίνει, με δεδομένο πως ο Πολάκης ούτε εξημερώνεται, ούτε καθοδηγείται.
Αποτυχία του κ. Φάμελλου να εκλεγεί στη θέση του προέδρου, ώστε να κρατηθεί ζεστή η καρέκλα για την μεγάλη επιστροφή του ασώτου υιού του Σουνίου μετά της Περιστέρας, θα αποτελέσει την χαριστική βολή στον τελευταίο μύθο που μπορούν να πουλήσουν στους σανοφάγους τα ορφανά του Τσίπρα για να τους κρατήσουν κοντά τους, τους βουλευτές κυρίως, χωρίς τους οποίους η σεμνή τελετή «κυβερνώσα αριστερά» θα λάβει οριστικά τέλος κι άσε την εκπρόσωπο να συνδέει στο πολιτικά θολωμένο της μυαλό την επιστροφή Τσίπρα με την διεκδίκηση των ίδιων στόχων που είχε ο αποσυνάγωγος της Κουμουνδούρου και το 2012.
Ο μεγάλος πονοκέφαλος είναι «πως θα κουλαντρίσουμε τα υπολείμματα του Κασσελάκη που έχουν απομείνει στο κόμμα και απειλούν να ψηφίσουν μαζικά Πολάκη», ενώ δεν προβλέπεται ισχυρός δεσμός ούτε με τους ψηφοφόρους Φαραντούρη και Γκλέτσου ( quelle decadence!!!), με την ιδιότυπη εκλογική απομόνωση του Σωκράτη να περιγράφει ένα νέο «κώνειο», που το παρεάκι δεν είναι διατεθειμένο να πιεί για κανένα λόγο.
Το ερώτημα είναι «αν ο κ. Πολάκης θα μείνει με σταυρωμένα τα χέρια να περιμένει τον αποκεφαλισμό του στην κάλπη» ή, σε αντίθεση με τις ορθόδοξες κομματικές διαδικασίες, « θα βγει στο κλαρί και θα καταγγείλει όσα συμβαίνουν και όσα υποψιάζεται πως προοιωνίζονται να συμβούν στις μέρες που απομένουν», με τις πιθανότητες να είναι υπέρ της πρώτης εκδοχής, λόγω του «κομματικού καλού και της ιστορικής επιστροφής Τσίπρα, την οποία τίποτε δεν πρέπει να σκιάζει», ούτε καν μια τυπική εκλογική διαδικασία, που, όπως και να αποκαλείται, παραμένει στο βάθος μια « παρακμιακή αστική συνήθεια, την οποία οι πούροι επαναστάτες χρειάζεται να καταργήσουν».
Την ίδια ώρα που στην Κουμουνδούρου συμβαίνουν όλα αυτά τα εξόχως γραφικά, στον Ταύρο ο Κασσελάκης συγκεντρώνει στρατεύματα και τα ασκεί, έστω κι αν δεν είναι ο, κατά Καβάφη, «Γάλβας, ο γέρος, ο 73 χρονώ».
Έχει πολλά επεισόδια ακόμη αυτή η φαρσοκωμωδία μέχρι να εξαϋλωθεί και να περιπέσει στην πλήρη ανυποληψία (και εκλογικά) αυτή η «Υπόγα».