Στα τελευταία γκάλοπ, η άκρα δεξιά των Αδελφών της Ιταλίας και το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα εξασφαλίζουν ακριβώς το ίδιο ποσοστό. Αγγίζουν, δηλαδή, το 23% της πρόθεσης ψήφου.
Η συντηρητική συμμαχία, όμως, στο σύνολό της, προηγείται, σε όλες τις δημοσκοπήσεις που έχουν γίνει μέχρι στιγμής, με δώδεκα ποσοστιαίες μονάδες διαφορά. Παρά ταύτα, η Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι χάνει συνεχώς σημαντικά στελέχη. Έως τώρα εγκατέλειψαν το κόμμα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι τρεις υπουργοί και δυο βουλευτές διότι θεωρούν ότι έχει αλλάξει την συνολική του, πολιτική τοποθέτηση και ότι υποκύπτει σε όλες τις πιέσεις της ακροδεξιάς.
Σε μεγάλο βαθμό, οι εκλογές αυτές θα κριθούν «στο κέντρο». Ο μετριοπαθής χώρος, δηλαδή, αναμένεται να λειτουργήσει ως καθοριστική «βελόνα της ζυγαριάς». Για τον λόγο αυτό, το προοδευτικό Δημοκρατικό Κόμμα του Ενρίκο Λέτα, προσπαθεί να δημιουργήσει επειγόντως νέες συμμαχίες, αρχίζοντας από το νεοσύστατο, φιλελεύθερο κόμμα «Azione», Δράση.
Δύσκολος ο σχηματισμός αξιόπιστης κυβέρνησης
Δεν έχει γίνει σαφές, όμως, αν εκτός από την κεντροαριστερά και την κεντροδεξιά με την άκρα δεξιά, στην πολιτική αυτή αναμέτρηση θα πάρει μέρος και ένας τρίτος, αυτόνομος πόλος, ο οποίος θα ανήκει ακριβώς, στον χώρο του κέντρου ή εάν, τελικά, οι μετριοπαθείς σχηματισμοί θα προχωρήσουν σε επιμέρους συμμαχίες.
Όσο για τα Πέντε Αστέρια που το 2018 είχαν λάβει το 33% των ψήφων στην Βουλή, αντιμετωπίζουν τεράστιο πρόβλημα. Στο γκάλοπ τώρα βρίσκονται στο 9% και σύμφωνα με όλους τους αναλυτές, τις επόμενες εβδομάδες θα επιχειρήσουν να προβάλουν και πάλι ένα ριζοσπαστικό, μαχητικό προφίλ. Με πιθανή επιστροφή στον στίβο της πολιτικής, μάλιστα, του ιδρυτικού μέλους τους και πρώην στελέχους τους, Αλεσάντρο Ντι Μπατίστα. Μπορεί να είναι όμως πολύ αργά.
Όλα δείχνουν ότι μετά τις εκλογές, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Σέρτζιο Ματαρέλα θα πρέπει να καταβάλει σημαντικές και πολυήμερες προσπάθειες για να μπορέσει να εγγυηθεί την σύνθεση μιας σταθερής και αξιόπιστης κυβέρνησης. Και για να στείλει, φυσικά, καθησυχαστικό μήνυμα προς τις Βρυξέλλες, την Ουάσιγκτον και τις αγορές.
Πηγη: DW